αναθαυμάζω

αναθαυμάζω
μετ. очень восхищаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναθαυμάζω" в других словарях:

  • αναθαυμάζω — (Α ἀναθαυμάζω) νεοελλ. θαυμάζω πολύ, αποθαυμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαυμάζω. Το αρχ. ἀναθαυμάζω είναι επιτ. τού θαυμάζω] …   Dictionary of Greek

  • θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»